φι

φι
το / φεῑ, ΝΜΑ
άκλ. το εικοστό πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου
νεοελλ.
φρ. α) «στο πι και φι» — πολύ γρήγορα, αμέσως
β) «τά είπε πι και φι» — μίλησε χωρίς να σκοντάψει καθόλου, σαν να διάβαζε από βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομ. τού γράμματος αυτού έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το πεῖ / πι (βλ. λ. πει [Ι])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”